- κοσμήματος
- κόσμημαornamentneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μουσείο Κοσμήματος Ηλία Λαλαούνη — Στεγάζεται σε ένα όμορφο κτίριο των αρχών του 20ού αι. σε μια πάροδο της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου (Καλλισπέρη 12), πολύ κοντά στην Ακρόπολη. Στις προθήκες του παρουσιάζονται κοσμήματα και σχέδια κοσμημάτων και διακοσμητικών αντικειμένων από την … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
βάραθρο — το (AM βάραθρον, Α και βέρεθρον και βέθρον) 1. βαθύ χάσμα γης 2. όλεθρος, καταστροφή αρχ. 1. είδος γυναικείου κοσμήματος 2. μεγάλος και βαθύς λάκκος στην Αθήνα, όπου έριχναν τους καταδικασμένους σε θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βέρεθρον (< *gwer ∂ )… … Dictionary of Greek
δεξάριον — δεξάριον, το (Α) ονομασία κοσμήματος … Dictionary of Greek
επεξεργασία — η (AM ἐπεξεργασία) [επεξεργάζομαι] προσεκτική και λεπτομερής διόρθωση και συμπλήρωση έργου για να δοθεί η τελική του μορφή («επεξεργασία συγγράμματος, λόγου, κοσμήματος, σχεδίου» κ.λπ.) νεοελλ. σχήμα εκφράσεως κατά το οποίο μια ιδέα αναλύεται με… … Dictionary of Greek
καλαθίσκος — καλαθίσκος, ὁ (Α) 1. καλάθι 2. αρχιτ. είδος κοσμήματος στα φατνώματα τής οροφής, αλλ. κόφινος 3. είδος ορχήσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + κατάλ. ισκος (πρβλ. να ίσκος, οικ ίσκος)] … Dictionary of Greek
καλαμίσκος — ό (AM καλαμίσκος) (υποκορ. τού κάλαμος*) λεπτό καλάμι που χρησιμεύει ως σωλήνας μσν. εργαλείο που χρησιμοποιούσαν για διακόσμηση τών μαλλιών και είδος κοσμήματος, καρφοβελόνας, για τα μαλλιά αρχ. βραχίονας ή κλάδος λυχνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος… … Dictionary of Greek
κορνο(σ)κόπιον — τὸ (Α) (στο Βυζάντιο) είδος γυναικείου κοσμήματος, πόρπης που έμοιαζε με το κέρας τής Αμαλθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cornu copiae «κέρας τής Αμαλθείας (αφθονίας)». Το σ πιθ. από παρετυμολογική σύνδεση με τα ουσ. σε σκόπιον] … Dictionary of Greek
κόννος — κόννος, ὁ (Α) 1. είδος μικρού κοσμήματος 2. γένι («τὸν κόννον καὶ τὴν κορυφαίαν ἀποκεκομηκώς», Λουκιαν.) 3. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) σκόλλυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. εκφραστικό αναδιπλασιασμό ( νν )] … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek